μιλόρδος

μιλόρδος
ο
τίτλος ευγενείας στην Αγγλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. milord < my Lord «κύριε μου»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μιλόρδος — ο (λ. αγγλ.), τίτλος προσφώνησης των λόρδων στη Bρετανία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”